Divided we fell

Πότισες την κέντια;
Γιατί τρέμουν τα χέρια μου σήμερα;
Μου γάμησε τη ζωή και τη μόνη της συγγνώμη δε θυμόταν
     γιατί την είπε -η άνοια βλέπεις.
Τάισες το ψαράκι;
Γιατί μη μ’ αγγίζεις και μη μ’ αγγίζεις
Γιατί μου απαγορεύω να είμαι ευτυχισμένος
Είμαι στην περίοδο που τα μειώνω κι έχω χεστεί πάνω μου
Μπράβο, ενηλικιώθηκες. Ή περίπου.
Ο καπιταλισμός, αμάν πια αυτή η καραμέλα
Ωραίες οι μπωντριγιαρικές σου αναφορές
     αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα
Ζούμε τη συνέχιση του Άουσβιτς με άλλα μέσα
ή με τα ίδια ακριβώς
Δεν ελπίζω πολλά
Ξόδεψα τα χρόνια μου
Άλλωστε

Αποσύμπλεξη

Βάζεις τρίτη
και μετά φρένο
φρένο
φρένο
πάει

έσβησε η μηχανή

και είχα γεμίσει
για σένα ντεπόζιτο
αλλά

έσκασαν οι φτέρνες μου
τριάντα χρόνια περπάτημα
δεν είμαι πια
να τρέχω στα συνεργεία
για μάταια οτοστόπ

Prelude

Όλα αυτά τα μέρη που ταξιδεύεις
όταν ρίχνεις το βλέμμα σου πάνω τους
Θε μου τι όμορφα που γίνονται

Skrjabin op 11 no 11

Υπεραξία

Είναι ένα δέντρο
κάθε πρωί στο δρόμο για τη δουλειά
που του ‘χω δώσει τ’ όνομά σου
Μόνο του πριν τη στροφή
με κάτι φύλλα κόκκινα πανέμορφα
σαν κανένα άλλο εκεί γύρω δέντρο
Κάθε πρωί πριν τη στροφή
έχω λίγα δευτερόλεπτα να σε χαζέψω
λίγα όμως
γιατί κάθε πρωί έχω αργήσει
και βιάζομαι
όλη μου τη ζωή έχω αργήσει
και βιάζομαι

Περνάω από κάτω σου
χαλαρώνω κάπως το βήμα μου
γιατί είναι η σκιά σου μήτρα
υγρή και σκοτεινή και ανάγκη
και κάποιες μέρες θέλω να μείνω εκεί
για πάντα, να φωνάξω μη,
αφήστε με εδώ ρε παιδιά, δε θέλω να γεννηθώ
στην τελική

Μετά κοιτάζω την ώρα
υπολογίζω πόσο περίπου θ’ αργήσω
και σήμερα
λες και ποιος χέστηκε ας πούμε
για λίγα λεπτά άντε γαμηθείτε
ξεζουμίστε όσο αλλοτριωμένο μόχθο θέλετε
και μη μου σπάτε το παπάρι
για λίγα λεπτά

Τραβάω τζούρα και σκέφτομαι
αυτό το δέντρο θα 'χανε όλη την ομορφιά του
αν ήξερε για μένα
και πώς το χαζεύω κάθε πρωί
Έτσι κι εσύ
όπως κι οι άλλοι
δε θα φτάσεις βαθιά
να βρεις αυτό που δεν ξέρω ότι ψάχνω
να το ξεριζώσεις να μου το δείξεις να πεις
να, αυτό είσαι ρε χαζούλη
σταμάτα πια να τυραννιέσαι

Ένα βράδυ
θα έρθω και θα σου βάλω φωτιά
γαμώ τον Σαρτρ.

Fuga

Εγώ κήπος κι εσύ θάλασσα.
Όσο με έπνιγες σε στέγνωνα.
Φθινόπωρο μ’ ερήμωσες,
θάφτηκες στο χώμα μου
κι απ’ το τελευταίο κλαδί μου πέταξε
ένα πουλί γεμάτο κλουβιά.

Κι αν ήσουν καράβι
δεν ήμουν -τελικά- λιμάνι.
Σε βύθισα μεσοπέλαγα,
πνίγηκα στ’ αμπάρια σου
κι από την κουπαστή σου βούτηξε
ένα ψάρι γεμάτο δίχτυα.

Δεν πονάω πια.

Μμμ
Τι ωραίο σηψαιμί ηλιοβασίλεμα
Σκέτη μούρλια
και Ματαίωση
και ακήδευτη Εφηβεία.

Δε βαριέσαι.
Είδαμε κι εσάς που ξεχάσατε
μέσα στη μάνα σας
την ψυχή σας
βγαίνοντας.

Basta

Μωρέ ντάξει
αλλά με τόση πια πολιτικολογία
     φτάσατε
ακόμα και «σ’ αγαπώ» που λέτε
     σα δελτίο τύπου
     να ακούγεστε

Coda

Να ‘χα τώρα ένα αμάξι
                   και μια ερημιά
θα έριχνα το κάθισμα πίσω
                  και καπνίζοντας
με τέρμα την Ενάτη
                  θα χάζευα τ΄αστέρια.

Έτσι, στην υγειά όλων
                  των παράλληλων διαστάσεων
                  στις οποίες
                                    δε σε γνώρισα
                                    ποτέ.


Η Ενάτη, μικρό μου λάθος,
σ’ όλες τις διαστάσεις γράφτηκε
ανεξαιρέτως.

Στέψη

Αν είχα λεφτά
θα σου έφερνα λουλούδια κάθε μέρα
κάθε μέρα και άλλα λουλούδια
και κρουασάν
κάθε μέρα και άλλη γεύση
και παγωτά το καλοκαίρι
και μαζί μ’ όλα αυτά ένα φιλί
κάθε μέρα και σ’ άλλο σημείο.

Δεν έχω λεφτά.
Έχω όμως για σένα ένα βασίλειο
κι ένα στέμμα από μαργαρίτες.
Έχω μια πόρτα για κάθε κήπο
κάθε μέρα και άλλο κήπο,
μικρέ μου Ασασίνε,
με απολαύσεις μυθικές
που αύριο ίσως και να μη θυμάσαι.